ἐπίρρικνος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρικνος:''' -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίρρικνος:''' -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίρρικνος:''' несколько сухопарый, худощавый (σκήλη Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρικνος Medium diacritics: ἐπίρρικνος Low diacritics: επίρρικνος Capitals: ΕΠΙΡΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: epírriknos Transliteration B: epirriknos Transliteration C: epirriknos Beta Code: e)pi/rriknos

English (LSJ)

ον, `

   A fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.

Greek Monolingual

ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρικνος: несколько сухопарый, худощавый (σκήλη Xen.).