παρηλλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρηλλαγμένος</i> του [[παραλλάσσω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρηλλαγμένος</i> του [[παραλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρηλλαγμένως:''' [adv. к part. pf. pass. от [[παραλλάσσω]] по-иному, необычно Polyb., Diod.
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηλλαγμένως Medium diacritics: παρηλλαγμένως Low diacritics: παρηλλαγμένως Capitals: ΠΑΡΗΛΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parēllagménōs Transliteration B: parēllagmenōs Transliteration C: parillagmenos Beta Code: parhllagme/nws

English (LSJ)

Adv., (παραλλάσσω)

   A differently, strangely, Plb.15.13.6, D.S.14.112.

German (Pape)

[Seite 520] adv. part. perf. pass. von παραλλάσσω, verändert, auf ungewöhnliche Weise, Pol. 15, 16, 3 D. Sic. 14, 112 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρηλλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ παραλλάσσω, διαφόρως, ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος του παραλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

παρηλλαγμένως: [adv. к part. pf. pass. от παραλλάσσω по-иному, необычно Polyb., Diod.