ἀκοπία: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκοπία]], η (Α) [[ἄκοπος]]<br />το να αποφεύγει [[κανείς]] την [[κόπωση]]. | |mltxt=[[ἀκοπία]], η (Α) [[ἄκοπος]]<br />το να αποφεύγει [[κανείς]] την [[κόπωση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοπία:''' ἡ отсутствие усталости, бодрость Cic. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἄκοπος)
A freedom from fatigue, Cic.Fam.16.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοπία: ἡ (ἄκοπος) ἔλλειψις κόπου, Κικ. Fam. 16. 18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ falta de cansancio Cic.Fam.16.18.1.
Greek Monolingual
ἀκοπία, η (Α) ἄκοπος
το να αποφεύγει κανείς την κόπωση.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοπία: ἡ отсутствие усталости, бодрость Cic.