ὀρθιάδε: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθιάδε:''' ([[ὄρθιος]]), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀρθιάδε:''' ([[ὄρθιος]]), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθιάδε:''' adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ὄρθιος)
A uphill, X.Lac.2.3.
German (Pape)
[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.
Greek Monolingual
ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθά-δε)].
Greek Monotonic
ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθιάδε: adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.).