εὐθυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(4)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυμάχος:''' [ᾰ], -ον, = [[εὐθυμάχης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐθυμάχος:''' [ᾰ], -ον, = [[εὐθυμάχης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθῠμάχος:''' сражающийся в открытом бою Anth.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1070] = εὐθυμάχης, ἄνδρες Simon. 18 (VI, 442); π ολιῆται 30 (App. 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυμάχος: ᾰ, ον, = εὐθυμάχης, Σιμωνίδ. 108, Ἀνθ. Π. παράρτ. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va droit à l’ennemi.
Étymologie: εὐθύς, μάχομαι.

Greek Monolingual

εὐθυμάχος, -ον (Α)
ο ευθυμάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. μονο-μάχος, ναυ-μάχος].

Greek Monotonic

εὐθυμάχος: [ᾰ], -ον, = εὐθυμάχης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠμάχος: сражающийся в открытом бою Anth.