παρθέμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρθέμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[παρατίθημι]].
|lsmtext='''παρθέμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[παρατίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρθέμενος:''' эп. part. aor. 2 med. к [[παρατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.