θεοπειθής: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοπειθής]], -ές (AM)<br />αυτός που υπακούει στον θεό, ο [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πείθομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>πειθής</i>].
|mltxt=[[θεοπειθής]], -ές (AM)<br />αυτός που υπακούει στον θεό, ο [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πείθομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>, <i>ταχυ</i>-<i>πειθής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θεοπειθής:''' повинующийся богам (ψυχαί Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπειθής Medium diacritics: θεοπειθής Low diacritics: θεοπειθής Capitals: ΘΕΟΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: theopeithḗs Transliteration B: theopeithēs Transliteration C: theopeithis Beta Code: qeopeiqh/s

English (LSJ)

ές,

   A obedient to God, ὑπακοή Hierocl.in CA 24p.473M.

German (Pape)

[Seite 1197] ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπειθής: -ές, ὑπήκοος τῷ θεῷ, εὐπειθὴς αὐτῷ, Ἀνθ. Π. 1. 119, 25, - Ἐπίρρ. -θῶς, Εὐστ. Πονημ. 75. 50.

Greek Monolingual

θεοπειθής, -ές (AM)
αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ-πειθής, ταχυ-πειθής].

Russian (Dvoretsky)

θεοπειθής: повинующийся богам (ψυχαί Anth.).