κραταίλεως: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(5)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταίλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i> ([[λεῦς]] = [[λᾶς]]), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, [[βραχώδης]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κρᾰταίλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i> ([[λεῦς]] = [[λᾶς]]), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, [[βραχώδης]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].

Greek Monotonic

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.