πέροδος: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πέροδος:''' ἡ эол. Pind. = [[περίοδος]]. | |elrutext='''πέροδος:''' ἡ эол. Pind. = [[περίοδος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.
English (Slater)
πέροδος
1 revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.
Greek Monotonic
πέροδος: ἡ, Αιολ. αντί περί-οδος.
Russian (Dvoretsky)
πέροδος: ἡ эол. Pind. = περίοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.