ποικιλάνιος: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind. | |elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος,
A with broidered reins, Pi.P.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.
English (Slater)
ποικῐλᾱνιος, -ον
1 with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ-ήνιος].
Greek Monotonic
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.