κνιπότης: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])]. | |mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.
German (Pape)
[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
Greek Monolingual
κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).