πορνεῖον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πορνεῖον:''' τό, [[οίκος]] ανοχής, [[χαμαιτυπείο]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πορνεῖον:''' τό, [[οίκος]] ανοχής, [[χαμαιτυπείο]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πορνεῖον -ου, τό [πόρνη] bordeel. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A brothel, Ar.V.1283, Ra.113, Antipho 1.14, etc.
German (Pape)
[Seite 684] τό, Hurenhaus; Ar. Vesp. 1283 Ran. 113; Antiph. 1, 14; Ath. oft u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορνεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, χαμαιτυπεῖον, Ἀριστοφ. Σφ. 1283, Βατρ. 113, Ἀντιφῶν 13. 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de prostitution.
Étymologie: πόρνη.
Greek Monotonic
πορνεῖον: τό, οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορνεῖον -ου, τό [πόρνη] bordeel.