παλαιομάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιομάτωρ:''' -ορος, ὁ ([[μήτηρ]]), [[παλιά]] [[μητέρα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλαιομάτωρ:''' -ορος, ὁ ([[μήτηρ]]), [[παλιά]] [[μητέρα]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.
}}
}}

Revision as of 11:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιομάτωρ Medium diacritics: παλαιομάτωρ Low diacritics: παλαιομάτωρ Capitals: ΠΑΛΑΙΟΜΑΤΩΡ
Transliteration A: palaiomátōr Transliteration B: palaiomatōr Transliteration C: palaiomator Beta Code: palaioma/twr

English (LSJ)

[μᾱ], ορος, ἡ,

   A ancient mother, E.Supp.628 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ἡ, παλαιὰ μήτηρ. Εὐρ. Ἱκέτ. 628.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère antique.
Étymologie: παλαιός, μήτηρ.

Greek Monolingual

παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].

Greek Monotonic

πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ὁ (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.