ἀρρίγητος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρίγητος:''' (ῑ) бестрепетный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: ἀ, ῥιγέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.
Greek Monotonic
ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρίγητος: (ῑ) бестрепетный Anth.