ἀρθροπέδη: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρθροπέδη:''' ἡ, [[δεσμός]] των αρμών, των αρθρώσεων, [[ποδοπέδη]], [[δεσμά]] των ποδιών, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀρθροπέδη:''' ἡ, [[δεσμός]] των αρμών, των αρθρώσεων, [[ποδοπέδη]], [[δεσμά]] των ποδιών, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρθροπέδη:''' ἡ путы, оковы Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A band for the limbs, fetter, AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, Gliederband, Fessel, Phani. 4 (VI, 297), l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθροπέδη: ἡ, πέδη, δεσμὸς τῶν ἄρθρων, Ἀνθ. Π. 6. 297.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ traba, grillete, AP 6.297 (Phan.).
Greek Monotonic
ἀρθροπέδη: ἡ, δεσμός των αρμών, των αρθρώσεων, ποδοπέδη, δεσμά των ποδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθροπέδη: ἡ путы, оковы Anth.