συμπλήρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_10) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπλήρωσις''': ἡ, ἐντελὴς [[πλήρωσις]], Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 12· τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4· ἐτῶν Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛϚ΄, 21)· σ. ἀπὸ πάντων, [[ἐντέλεια]] ἐν πᾶσι..., Λογγῖν. 12. 2. | |lstext='''συμπλήρωσις''': ἡ, ἐντελὴς [[πλήρωσις]], Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 12· τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4· ἐτῶν Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛϚ΄, 21)· σ. ἀπὸ πάντων, [[ἐντέλεια]] ἐν πᾶσι..., Λογγῖν. 12. 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπλήρωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> заполнение Arst.;<br /><b class="num">2)</b> доведение до конца, довершение (τῆς εὐδαιμονίας Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A completion, τῆς εὐδαιμονίας Plb.5.90.4; ἐτῶν LXX 2 Ch.36.21; filling up, φρέατος Str.3.5.7; blocking of blood-vessels, Heliod. ap. Orib.47.14.4; σ. ἀπὸ πάντων aggregation of all... Longin.12.2.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Vollmachen, Ausfüllen, ἡ ξωθεν συμπλ. τῆς εὐδαιμονίας Pol. 5, 90, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλήρωσις: ἡ, ἐντελὴς πλήρωσις, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 12· τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4· ἐτῶν Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛϚ΄, 21)· σ. ἀπὸ πάντων, ἐντέλεια ἐν πᾶσι..., Λογγῖν. 12. 2.
Russian (Dvoretsky)
συμπλήρωσις: εως ἡ1) заполнение Arst.;
2) доведение до конца, довершение (τῆς εὐδαιμονίας Polyb.).