κατακέντημα: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακέντημα]], τὸ (Α) [[κατακεντώ]]<br />η [[τρύπα]] που σχηματίζεται από το [[κέντημα]]. | |mltxt=[[κατακέντημα]], τὸ (Α) [[κατακεντώ]]<br />η [[τρύπα]] που σχηματίζεται από το [[κέντημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακέντημα:''' ατος τό прокол(ы), отверстия Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A puncture, Pl.Ti. 76b.
German (Pape)
[Seite 1352] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατακέντημα: τό, στῖξις, στῖγμα, σημεῖον, ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.
Greek Monolingual
κατακέντημα, τὸ (Α) κατακεντώ
η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα.
Russian (Dvoretsky)
κατακέντημα: ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.