Κῷος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κῷος:''' -α, -ον ([[Κῶς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή κατάγεται από το [[νησί]] της Κω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[Κῷος]] (ενν. [[βόλος]]), <i>ὁ</i>, η μεγαλύτερη [[ριξιά]] με τους <i>ἀστραγάλους</i>, βλ. [[Χῖος]].
|lsmtext='''Κῷος:''' -α, -ον ([[Κῶς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή κατάγεται από το [[νησί]] της Κω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[Κῷος]] (ενν. [[βόλος]]), <i>ὁ</i>, η μεγαλύτερη [[ριξιά]] με τους <i>ἀστραγάλους</i>, βλ. [[Χῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Κῷος:''' <b class="num">II</b> ὁ житель острова Кос, косец Her.<br />косский Dem.: [[ἀστράγαλος]] Κ. Arst. (в игре в кости) косский бросок, т. е. наилучший (в шесть очков - в отличие от [[Χῖος]], в одно очко) (ср. κῷα).
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῷος Medium diacritics: Κῷος Low diacritics: Κώος Capitals: ΚΩΟΣ
Transliteration A: Kō̂ios Transliteration B: Kōos Transliteration C: Koos Beta Code: *kw=|os

English (LSJ)

α, ον,

   A of, from the island Κῶς, Coan, IG12.195.7, al., Hdt.7.164, etc.; Κώϊος Call.Fr.254.    II as Subst. Κῷος (sc. βόλος), ὁ, the highest throw with the ἀστράγαλοι, opp. Χῖος, Hsch.; τὰ κῷα are the inner, τὰ χῖα the outer, sides of the huckle-bones (ἀστράγαλοι), Arist.HA499b28 (κῶλα and ἰσχία codd.), cf. Cael.292a29 (v.l.).    III Κῷον (sc. ἱμάτιον), τό, a light semi-transparent garment, made at Cos, Hsch.    2 a measure of wine, Ostr.Fay.44 (ii/iii A.D.), BGU531 ii 8: pl. written κόα, Sammelb.7199.2, al. (ii A.D.).    3 = ἐνέχυρον, Hsch. (also κώϊον); cf. κοῖον, κοῦα.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
v. Κώϊος.

Greek Monotonic

Κῷος: -α, -ον (Κῶς),
I. αυτός που ανήκει ή κατάγεται από το νησί της Κω, σε Ηρόδ.
II. ως ουσ. Κῷος (ενν. βόλος), , η μεγαλύτερη ριξιά με τους ἀστραγάλους, βλ. Χῖος.

Russian (Dvoretsky)

Κῷος: II ὁ житель острова Кос, косец Her.
косский Dem.: ἀστράγαλος Κ. Arst. (в игре в кости) косский бросок, т. е. наилучший (в шесть очков - в отличие от Χῖος, в одно очко) (ср. κῷα).