ταυτί: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυτί:''' επιτετ. Αττ. αντί [[ταῦτα]], ουδ. πληθ. του [[οὗτος]].
|lsmtext='''ταυτί:''' επιτετ. Αττ. αντί [[ταῦτα]], ουδ. πληθ. του [[οὗτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυτί:''' intens. к [[ταῦτα]] I и II.
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1074] att. verstärktes ταῦτα, s. οὑτοσί.

Greek (Liddell-Scott)

ταυτί: ἐπιτεταμένη Ἀττ. αἰτ. ἀντὶ ταῦτα, ἴδε οὗτος Α.

French (Bailly abrégé)

att. p. ταῦτα.

Greek Monotonic

ταυτί: επιτετ. Αττ. αντί ταῦτα, ουδ. πληθ. του οὗτος.

Russian (Dvoretsky)

ταυτί: intens. к ταῦτα I и II.