ὑπερπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπέταμαι:''' αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>, Δωρ. -έπτᾱν = [[ὑπερπέτομαι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερπέταμαι:''' αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>, Δωρ. -έπτᾱν = [[ὑπερπέτομαι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπέταμαι:''' Anth. = [[ὑπερπέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέταμαι Medium diacritics: ὑπερπέταμαι Low diacritics: υπερπέταμαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétamai Transliteration B: hyperpetamai Transliteration C: yperpetamai Beta Code: u(perpe/tamai

English (LSJ)

   A = ὑπερπέτομαι, AP5.258 (Paul. Sil.), 7.546, 12.249 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1200] dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέταμαι: ὑπερπέτομαι, Ἀνθ. Π. 5. 259., 7. 546., 12. 249.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερπέταμαι: αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπέταμαι: Anth. = ὑπερπέτομαι.