τοξευτός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοξευτός:''' -ή, -όν, χτυπημένος από [[βέλος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''τοξευτός:''' -ή, -όν, χτυπημένος από [[βέλος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοξευτός:''' пораженный стрелой (ἐκ Φοίβου Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A struck by an arrow, ἐκ Φοίβου S.Ph. 335.
German (Pape)
[Seite 1128] mit Bogen und Pfeil geschossen, erschossen, τοξευτὸς ἐκ Φοίβου δαμείς Soph. Phil. 335.
Greek (Liddell-Scott)
τοξευτός: -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
percé d’une flèche.
Étymologie: τοξεύω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τοξεύω
αυτός που έχει χτυπηθεί με βέλος.
Greek Monotonic
τοξευτός: -ή, -όν, χτυπημένος από βέλος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τοξευτός: пораженный стрелой (ἐκ Φοίβου Soph.).