παρόψομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρόψομαι:''' μέλ. του [[παροράω]].
|lsmtext='''παρόψομαι:''' μέλ. του [[παροράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρόψομαι:''' fut. к [[παροράω]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.

French (Bailly abrégé)

f. de παροράω.

Greek Monotonic

παρόψομαι: μέλ. του παροράω.

Russian (Dvoretsky)

παρόψομαι: fut. к παροράω.