κόσμησις: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόσμησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> благоустроенность, упорядоченность, слаженность, гармоничность (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> устройство, украшение, орнаментировка (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> украшение, наряд (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόσμησις Medium diacritics: κόσμησις Low diacritics: κόσμησις Capitals: ΚΟΣΜΗΣΙΣ
Transliteration A: kósmēsis Transliteration B: kosmēsis Transliteration C: kosmisis Beta Code: ko/smhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ordering, arrangement, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσι καὶ κοσμήσεσι Pl.Grg. 504 d, cf. Criti.117 b(sg.): adornment, Arist.Oec.1344a19; pl., Plu. Thes.23: metaph., dignity, ἡ τῆς πόλεως καὶ τοῦ βουλευτηρίου κ. BGU 1024 viii 10 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1491] ἡ, das Ordnen, Schmücken, der Schmuck; ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Plat. Gorg. 504 d; Critia. 117 b; Sp., wie Plut. Thes. 23.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμησις: -εως, ἡ, διευθέτησις, διάταξις, τακτοποίησις, στολισμός, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
parure.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monotonic

κόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διεθέτηση, διαρρύθμιση, διακόσμηση, διάταξη, στολισμός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κόσμησις: εως ἡ1) благоустроенность, упорядоченность, слаженность, гармоничность (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);
2) устройство, украшение, орнаментировка (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);
3) украшение, наряд (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).