ἀπανδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(3)
(1)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανδρόομαι:''' Παθ., [[ανδρώνομαι]], [[ωριμάζω]], [[ενηλικιώνομαι]], σε Ευρ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀπανδρόομαι:''' Παθ., [[ανδρώνομαι]], [[ωριμάζω]], [[ενηλικιώνομαι]], σε Ευρ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανδρόομαι:''' мужать Eur., Luc.
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανδρόομαι Medium diacritics: ἀπανδρόομαι Low diacritics: απανδρόομαι Capitals: ΑΠΑΝΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apandróomai Transliteration B: apandroomai Transliteration C: apandroomai Beta Code: a)pandro/omai

English (LSJ)

   A become a man, come to maturity, E.Ion53, Luc. Am.26; ἀπηνδρώθησαν αἱ μῆτραι viro maturae factae sunt, Aret.SD 1.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανδρόομαι: γίνομαι ἀνδρικός, φθάνω εἰς ἥβην, ἡβάσκω, Εὐρ. Ἴων 53, Λουκ. Ἔρωτ. 26· σφριγῶ, ἀπηνδρώθησαν αἱ μῆτραι, Λατ. viro mature factae sunt, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.

Greek Monotonic

ἀπανδρόομαι: Παθ., ανδρώνομαι, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, σε Ευρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανδρόομαι: мужать Eur., Luc.