ἀμοιβαδόν: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀμοιβαδὸν) <b>επίρρ.</b> [[ἀμοιβή]]<br />αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά.
|mltxt=(Α ἀμοιβαδὸν) <b>επίρρ.</b> [[ἀμοιβή]]<br />αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοιβᾰδόν:''' Plat. = [[ἀμοιβαδίς]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 126] dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.

Spanish (DGE)

(ἀμοιβᾰδόν)
• Grafía: graf. ἀμυβαδόν Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-]
1 por turno, alternativamente ἄξονας (de las puertas) ἐν σύριγξιν ἀ. εἰλίξασαι Parm.B 1.19, καὶ ἠρεισμένα τρίβεται μὲν ἀ. Ti.Locr.98e, οἵγ' ἀλλήλοισιν ἀ. ἠγορόωντο A.R.2.1226, cf. Hld.5.20.13, Q.S.10.191, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.8, Phlp.in Ph.691, D.P.Au.2.4, Eust.1547.24.
2 inmediata, sucesivamente Hsch., Sud.α 1659, AB 387, Phot.p.93R.

Greek Monolingual

(Α ἀμοιβαδὸν) επίρρ. ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβᾰδόν: Plat. = ἀμοιβαδίς.