ὑπεραναίσχυντος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεραναίσχυντος:''' -ον, υπερβολικά [[αναιδής]], σε Δημ. | |lsmtext='''ὑπεραναίσχυντος:''' -ον, υπερβολικά [[αναιδής]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεραναίσχυντος:''' сверхбесстыдный Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly impudent, D.43.65. Adv. -τως Phld.Rh.1.227S.
German (Pape)
[Seite 1190] überaus unverschämt, Dem. 43, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναίσχυντος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν ἀναιδής, Δημ. 1071. 27·
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une impudence qui passe les bornes.
Étymologie: ὑπέρ, ἀναίσχυντος.
Greek Monolingual
-ον, Α
τελείως αδιάντροπος.
Greek Monotonic
ὑπεραναίσχυντος: -ον, υπερβολικά αναιδής, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραναίσχυντος: сверхбесстыдный Dem.