νοσηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσηματικός]], -ή, -όν (Α) [[νόσημα]]<br /><b>1.</b> [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νοσηματικά</i><br />τα νοσήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματικῶς</i> (Α)<br />με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.
|mltxt=[[νοσηματικός]], -ή, -όν (Α) [[νόσημα]]<br /><b>1.</b> [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νοσηματικά</i><br />τα νοσήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματικῶς</i> (Α)<br />με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηματικός:''' больной, болезненный Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτικός Medium diacritics: νοσηματικός Low diacritics: νοσηματικός Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nosēmatikós Transliteration B: nosēmatikos Transliteration C: nosimatikos Beta Code: noshmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A morbid, diseased, Arist.GA725a11; ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Id.Pr.881b8; τὰ ν. Id.HA521a28; ν. τῷ σώματι Plu.2.245c. Adv. -κῶς Thphr.CP6.10.5.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτικός: -ή, -όν, νοσηρός, φιλάσθενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 18, 44· ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 9· τὰ ν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
maladif, malade.
Étymologie: νόσημα.

Greek Monolingual

νοσηματικός, -ή, -όν (Α) νόσημα
1. νοσηρός, φιλάσθενος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοσηματικά
τα νοσήματα.
επίρρ...
νοσηματικῶς (Α)
με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.

Russian (Dvoretsky)

νοσηματικός: больной, болезненный Arst., Plut.