αἴαγμα: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴαγμα:''' -ατος, τό, [[κλαυθμός]], [[οδυρμός]], [[θρήνος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''αἴαγμα:''' -ατος, τό, [[κλαυθμός]], [[οδυρμός]], [[θρήνος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴαγμα:''' ατος τό стон, вопль, жалоба Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:09, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A wail, E.Alc.873 (lyr.), etc.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Eust.1164.8
Greek (Liddell-Scott)
αἴαγμα: τό, θρῆνος, Εὐρ. Ἄλκ. 873, κτλ.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: αἰάζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lamento E.Alc.873, Hel.186, Ph.335, 1519.
• Etimología: Cf. αἴ.
Greek Monotonic
αἴαγμα: -ατος, τό, κλαυθμός, οδυρμός, θρήνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἴαγμα: ατος τό стон, вопль, жалоба Eur.