ψελιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψελιοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που [[φορά]] βραχιόλια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ψελιοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που [[φορά]] βραχιόλια, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψελιοφόρος:''' носящий запястья или браслеты ([[Πέρσαι]] [[ἄνδρες]] Her.).
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελιοφόρος Medium diacritics: ψελιοφόρος Low diacritics: ψελιοφόρος Capitals: ΨΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pseliophóros Transliteration B: pseliophoros Transliteration C: pselioforos Beta Code: yeliofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing bracelets, Hdt.8.113.

German (Pape)

[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].

Greek Monotonic

ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψελιοφόρος: носящий запястья или браслеты (Πέρσαι ἄνδρες Her.).