συγκαταμίγνυμι: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(6) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] με, [[ανακατεύω]], κάνω [[χαρμάνι]] με, <i>Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συγκαταμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] με, [[ανακατεύω]], κάνω [[χαρμάνι]] με, <i>Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταμίγνῡμι:''' и συγκαταμιγνύω (fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.): συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. смешиваться с чем-л.; ᾠδαῖς τὴν ψυχὴν συγκαταμιγνύναι Xen. отдаться всей душой песням. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:28, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 965] (s. μίγνυμι), mit hinein- od. hinzumischen, verbinden; τὰς Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, Eur. Herc. Für. 674: εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, Plat. Polit. 288 e; – übertr., empfänglich machen für Etwas, τινί, Xen. Hier. 6, 2, μέχρι τοῦ ᾠδαῖς τε καὶ θαλίαις καὶ χοροῖς τὲν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, poetische Verbindung.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταμίγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω ὁμοῦ, συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ ψυχή του εἶναι ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
mêler avec, mélanger, unir ; Pass. fig. être absorbé par, plongé dans, τινι.
Étymologie: σύν, καταμίγνυμι.
Greek Monotonic
συγκαταμίγνῡμι: και -ύω, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω με, ανακατεύω, κάνω χαρμάνι με, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταμίγνῡμι: и συγκαταμιγνύω (fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.): συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. смешиваться с чем-л.; ᾠδαῖς τὴν ψυχὴν συγκαταμιγνύναι Xen. отдаться всей душой песням.