μακροκαταληκτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(6_2)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροκαταληκτέω''': [[καταλήγω]] εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., [[αὐτόθι]] 4. 381.
|lstext='''μακροκαταληκτέω''': [[καταλήγω]] εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., [[αὐτόθι]] 4. 381.
}}
{{elru
|elrutext='''μακροκᾰτᾰληκτέω:''' стих. оканчиваться на долгий слог.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκαταληκτέω Medium diacritics: μακροκαταληκτέω Low diacritics: μακροκαταληκτέω Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΕΩ
Transliteration A: makrokatalēktéō Transliteration B: makrokatalēkteō Transliteration C: makrokatalikteo Beta Code: makrokatalhkte/w

English (LSJ)

   A end with a long syllable, Choerob. in Theod.2.355 H., Eust.26.36:—Med., Hdn.Gr. in An.Ox.3.229:— hence μακρο-κατάληκτος, ον, Did. ap. St.Byz. s.v. Πνύξ, A.D.Pron.11.10, al.; μακρο-καταληξία, ἡ, Choerob.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκαταληκτέω: καταλήγω εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., αὐτόθι 4. 381.

Russian (Dvoretsky)

μακροκᾰτᾰληκτέω: стих. оканчиваться на долгий слог.