λαμπαδίας: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(22) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λαμπαδίας]])<br />ο πιο [[λαμπρός]] από τους αστέρες του αστερισμού του ταύρου, αλλ. [[λαμπαύρας]]<br />(μσν. -αρχ.) [[είδος]] κομήτη που μοιάζει με [[λαμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίας</i>]. | |mltxt=ο (AM [[λαμπαδίας]])<br />ο πιο [[λαμπρός]] από τους αστέρες του αστερισμού του ταύρου, αλλ. [[λαμπαύρας]]<br />(μσν. -αρχ.) [[είδος]] κομήτη που μοιάζει με [[λαμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίας</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαμπᾰδίας:''' ου ὁ лампадий, факелоносец (род кометы) Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A kind of comet resembling a torch, Chrysipp.Stoic.2.201, Plin.HN2.90, Lyd.Mens.4.116. 2 the star Aldebaran, Ptol.Tetr.23; called λαμπαύρας in Procl.Par.Ptol.33.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ, der Fackelträger, eine Art Komet, D. L. 7, 152. – Ptolem. nennt den Stern Aldebaran so.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδίας: -ου, ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα· 1) εἶδος κομήτου, Διογ. Λ. 7. 152, Πλίν. 2) ὁ ἀστὴρ Aldebaran, Πτολ. Τετράδ. 1. 8· καλούμενος λαμπαύρας ἐν Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 33.
Greek Monolingual
ο (AM λαμπαδίας)
ο πιο λαμπρός από τους αστέρες του αστερισμού του ταύρου, αλλ. λαμπαύρας
(μσν. -αρχ.) είδος κομήτη που μοιάζει με λαμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -ίας].
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδίας: ου ὁ лампадий, факелоносец (род кометы) Diog. L.