μεμαώς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(SL_2)
(3)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεμαώς]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
|sltr=[[μεμαώς]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
}}
{{elru
|elrutext='''μεμαώς:''' (f μεμᾰυῖα) part. pf. к [[μάομαι]].
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

English (Slater)

μεμαώς
   1 eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)

Russian (Dvoretsky)

μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.