ἐπιλήπτωρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(2) |
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 14:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A censurer, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Timo 45.2.
German (Pape)
[Seite 958] ορος, ὁ, der Angreifende, Tadelnde, Timon. bei D. L. 9, 25 u. Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιτιμῶν, ἐπιτιμητής, ψέκτης, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Τίμων παρὰ Πλουτ. ἐν Περικλ. 4.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui réprimande, censeur.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.
Greek Monotonic
ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, επικριτής, παρά Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλήπτωρ: ορος ὁ порицатель, хулитель (πάντων Timon ap. Plut. et Diog. L.).