φυλάκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(45)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[φυλάσσω]]<br /><b>1.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[δεσμοφύλακας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιωματούχου στην Κύμη.
|mltxt=ὁ, Α [[φυλάσσω]]<br /><b>1.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[δεσμοφύλακας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιωματούχου στην Κύμη.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλάκτης:''' ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в [[Κύμη]]<br /><b class="num">1)</b> Plut.
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gardien, protecteur.
Étymologie: φυλάσσω.

Greek Monolingual

ὁ, Α φυλάσσω
1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας
2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη.

Russian (Dvoretsky)

φῠλάκτης: ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в Κύμη
1) Plut.