φόως: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φόως:''' τό, Επικ. εκτεταμ. από το [[φῶς]], που είναι το ίδιο συνηρ. από [[φάος]]· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. [[φόωσδε]], στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''φόως:''' τό, Επικ. εκτεταμ. από το [[φῶς]], που είναι το ίδιο συνηρ. από [[φάος]]· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. [[φόωσδε]], στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φόως:''' τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = [[φάος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Ep.
A = φῶς (q. v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).
French (Bailly abrégé)
(τό) :
poét. c. φάος.
English (Autenrieth)
see φάος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φως.
Greek Monotonic
φόως: τό, Επικ. εκτεταμ. από το φῶς, που είναι το ίδιο συνηρ. από φάος· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. φόωσδε, στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
φόως: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = φάος.