ἤμων: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἤμων:''' παρατ. του [[ἀμάω]]. | |lsmtext='''ἤμων:''' παρατ. του [[ἀμάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἤμων:''' impf. к [[ἀμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ἀμάω (A).
Greek (Liddell-Scott)
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
French (Bailly abrégé)
impf. de ἀμάω.
Greek Monolingual
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].
Greek Monotonic
ἤμων: παρατ. του ἀμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἤμων: impf. к ἀμάω.