ἔποχον: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(2) |
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.
German (Pape)
[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
selle de cavalier.
Étymologie: ἔποχος.
Greek Monotonic
ἔποχον: τό, πάνινο κάλυμμα σέλας, περικάλυμμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔποχον: τό попона или седло Xen.