κοινώνησις: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινώνησις]], ἡ (Α) [[κοινωνώ]]<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]] κάποιου σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[συνεταιρισμός]], [[εταιρεία]].
|mltxt=[[κοινώνησις]], ἡ (Α) [[κοινωνώ]]<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]] κάποιου σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[συνεταιρισμός]], [[εταιρεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινώνησις:''' εως ἡ pl. общность (παίδων Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινώνησις Medium diacritics: κοινώνησις Low diacritics: κοινώνησις Capitals: ΚΟΙΝΩΝΗΣΙΣ
Transliteration A: koinṓnēsis Transliteration B: koinōnēsis Transliteration C: koinonisis Beta Code: koinw/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A reciprocal recognition, παίδων Pl.Plt.310b.    2 partnership, BGU1024 v 19 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1470] ἡ, das Theilnehmen, Gemeinschaft, παίδων Plat. Polit. 310 b.

Greek (Liddell-Scott)

κοινώνησις: -εως, ἡ, κοινότης, παίδων Πλάτ. Πολιτ. 310Β.

Greek Monolingual

κοινώνησις, ἡ (Α) κοινωνώ
1. συμμετοχή κάποιου σε κάτι
2. πάπ. συνεταιρισμός, εταιρεία.

Russian (Dvoretsky)

κοινώνησις: εως ἡ pl. общность (παίδων Plat.).