ἀδελφιδῆ: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδελφῐδῆ:''' ἡ, Αττ. συνηρ. αντί <i>ἀδελφιδέη</i>, η [[κόρη]] του αδελφού ή της αδελφής, η ανιψιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀδελφῐδῆ:''' ἡ, Αττ. συνηρ. αντί <i>ἀδελφιδέη</i>, η [[κόρη]] του αδελφού ή της αδελφής, η ανιψιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδελφιδῆ:''' ἡ племянница (дочь брата или сестры) Arph., Lys.
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδελφιδῆ Medium diacritics: ἀδελφιδῆ Low diacritics: αδελφιδή Capitals: ΑΔΕΛΦΙΔΗ
Transliteration A: adelphidē̂ Transliteration B: adelphidē Transliteration C: adelfidi Beta Code: a)delfidh=

English (LSJ)

ἡ, Att contr. for ἀδελφιδέη,

   A a brother's or sister's daughter, a niece, Ar.Nu.47, Lys.3.6. Hp.Epid.6.2.19, etc.

German (Pape)

[Seite 32] ἡ, Schwester- oder Brudertochter, Nichte Lys. 32, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδελφιδῆ: ἡ, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ἀδελφιδέη, θυγάτηρ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, «ἀνεψιά», Ἀριστοφ. Νεφ. 47, Λυσίας 97. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
nièce.
Étymologie: v. ἀδελφιδεός.
Par. ἀνεψιά.

Spanish (DGE)

(ἀδελφῐδῆ) -ῆς, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
sobrina Hp.Epid.6.2.19, Ar.Nu.47, Lys.3.6, ID 4.1871.5 (I a.C.), IG 5(2).465.7 (Megalópolis I/II d.C.), D.C.51.15.7, 69.1.1, PRein.42.10 (I/II d.C.), PMerton 68.1 (II d.C.), IG 22.4071.19 (II d.C.), Didyma 363.A.3, cf. 4 (III d.C.), POxy.1697.12 (III d.C.), IHerm.Magn.49.11 (III d.C.).

Greek Monotonic

ἀδελφῐδῆ: ἡ, Αττ. συνηρ. αντί ἀδελφιδέη, η κόρη του αδελφού ή της αδελφής, η ανιψιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδελφιδῆ: ἡ племянница (дочь брата или сестры) Arph., Lys.