Δαυλιάς: Difference between revisions
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Δαυλιάς:''' ἡ, [[γυναίκα]] από τη Δαυλίδα, προσωνύμιο της Φιλομήλας, η οποία μεταμορφώθηκε σε [[αηδόνι]], σε Θουκ. | |lsmtext='''Δαυλιάς:''' ἡ, [[γυναίκα]] από τη Δαυλίδα, προσωνύμιο της Φιλομήλας, η οποία μεταμορφώθηκε σε [[αηδόνι]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Δαυλιάς:''' άδος ἡ уроженка или жительница Давлиды, т. е. [[Φιλομήλα]] Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A woman of Daulis, epith. of Procne, who was changed into the nightingale, Th.2.29 (Δαυλία κορώνη, Suid.); so her sister Philomela, changed into the swallow, was Δαυλίς, Plu.2.727d.
Greek (Liddell-Scott)
Δαυλιάς: ἡ, γυνὴ ἐκ Δαυλίδος, ἐπίθ. τῆς Φιλομήλας, ἥτις μετεβλήθη εἰς χελιδόνα, Θουκ. 2. 29· οὕτως ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς Πρόκνη μεταμορφωθεῖσα εἰς ἀηδόνα ἐκλήθη Δαυλίς, Πλούτ. 2. 727Ε.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
la Daulienne, càd Philomèle, reine de Daulis, changée en rossignol.
Étymologie: Δαυλίς.
Spanish (DGE)
-άδος
Daulíade Δ. ὄρνις pájaro Daulíade n. dado al ruiseñor por los poetas en recuerdo de Procne o Filomela, Th.2.29, EM 250.7G.
Greek Monotonic
Δαυλιάς: ἡ, γυναίκα από τη Δαυλίδα, προσωνύμιο της Φιλομήλας, η οποία μεταμορφώθηκε σε αηδόνι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Δαυλιάς: άδος ἡ уроженка или жительница Давлиды, т. е. Φιλομήλα Thuc.