ἀνθρωπάριον: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρωπάριον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], [[ανθρωπάκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνθρωπάριον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], [[ανθρωπάκι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωπάριον:''' τό человечек Arph.
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπάριον Medium diacritics: ἀνθρωπάριον Low diacritics: ανθρωπάριον Capitals: ΑΝΘΡΩΠΑΡΙΟΝ
Transliteration A: anthrōpárion Transliteration B: anthrōparion Transliteration C: anthroparion Beta Code: a)nqrwpa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄνθρωπος,

   A manikin, Eup.26D., Ar.Pl.416, Demad.51 (of Demosthenes), Arr.Epict.1.3.5.

German (Pape)

[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον ἀνθρωπάριον Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰρ-]
hombrecillo Eup.329A, Ar.Pl.416, Demad.89 (de Demóstenes), Arr.Epict.1.3.5, M.Ant.3.10, 7.23.

Greek Monotonic

ἀνθρωπάριον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, ανθρωπάκι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπάριον: τό человечек Arph.