διοσημία: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(9)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[σημείο]] που προέρχεται από τον Δία, [[οιωνός]] από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή [[ουράνιο]] [[φαινόμενο]] που προαναγγέλλει το [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> [[οιωνός]], [[σημάδι]], [[μήνυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]
|mltxt=η (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[σημείο]] που προέρχεται από τον Δία, [[οιωνός]] από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή [[ουράνιο]] [[φαινόμενο]] που προαναγγέλλει το [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> [[οιωνός]], [[σημάδι]], [[μήνυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]
}}
{{elru
|elrutext='''διοσημία:''' ἡ Arph. = [[διοσημεία]].
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. διοσημεία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -σημεία Arat.SHell.89, D.S.17.85, Plu.Aem.3, Paus.3.5.8, Eun.VS 484, Marin.Procl.37, Lyd.Ost.1
señal de Zeus, presagio del cielo esp. ref. a fenómenos atmosféricos como truenos, rayos, lluvia, Ar.Ach.171, D.S.2.19, l.c., ἡ ἀπ' ὀρνίθων καὶ διοσημειῶν ... μαντική Plu.l.c., βρονταὶ καὶ διοσημίαι Plu.Dio 38.1, διοσημίαι τε καὶ σκηπτοί Philostr.VA 2.33, δ. ἢ τῆς γῆς ... σεισμός D.Chr.38.18, cf. D.C.39.39.6, δ. ἐς τὰ μέλλοντα Philostr.Her.41.18, φαμὲν τὸν Δία ὕειν καὶ διοσημίας καλοῦμεν Ach.Tat.Fr.p.83, cf. Plu.Galb.23, 2.419e, Paus.l.c., D.C.38.13.4, 40.17.2, Philostr.VA 8.23, Iul.Or.7.212b, Eun.l.c., Marin.l.c., Lyd.Ost.27, l.c.
Διοσημεῖαι tít. de una parte de los Φαινόμενα de Arato, Arat.l.c.

Greek Monolingual

η (Α)
1. κάθε σημείο που προέρχεται από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που προαναγγέλλει το μέλλον
2. οιωνός, σημάδι, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -σημία < -σημος < σήμα]

Russian (Dvoretsky)

διοσημία: ἡ Arph. = διοσημεία.