βουλαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουλᾱφόρος:''' Δωρ. αντί βουλη-[[φόρος]].
|lsmtext='''βουλᾱφόρος:''' Δωρ. αντί βουλη-[[φόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βουλᾱφόρος:''' Pind. = [[βουληφόρος]].
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλᾱφόρος Medium diacritics: βουλαφόρος Low diacritics: βουλαφόρος Capitals: ΒΟΥΛΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: boulaphóros Transliteration B: boulaphoros Transliteration C: voulaforos Beta Code: boulafo/ros

English (LSJ)

Dor. for βουληφ-.

Greek (Liddell-Scott)

βουλᾱφόρος: Δωρ. ἀντὶ βουληφόρος.

English (Slater)

βουλᾱφόρος, -ον
   1 giving counsel, of deliberation κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.5)

Greek Monolingual

-ον (Α)
βλ. βουληφόρος.

Greek Monotonic

βουλᾱφόρος: Δωρ. αντί βουλη-φόρος.

Russian (Dvoretsky)

βουλᾱφόρος: Pind. = βουληφόρος.