ἐξονειρωγμός: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξονειρωγμός]], ο (Α) [[εξονειρώσσω]]<br />[[ονείρωξη]], ακούσια [[εκσπερμάτωση]] [[κατά]] τον ύπνο. | |mltxt=[[ἐξονειρωγμός]], ο (Α) [[εξονειρώσσω]]<br />[[ονείρωξη]], ακούσια [[εκσπερμάτωση]] [[κατά]] τον ύπνο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξονειρωγμός:''' ὁ мед. поллюция Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:59, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ὀνειρωγμός, Arist.Pr. 877a9 (pl.), Thphr.Lass.16.
German (Pape)
[Seite 886] ὁ, das Ausfließen des Samens im Schlafe, Arist. H. A. 10, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονειρωγμός: ὁ, = ὀνειρωγμός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6. 5, Προβλ. 4. 5.
Greek Monolingual
ἐξονειρωγμός, ο (Α) εξονειρώσσω
ονείρωξη, ακούσια εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο.
Russian (Dvoretsky)
ἐξονειρωγμός: ὁ мед. поллюция Arst.