ἐνυγροθηρικός: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνυγροθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αλιεία]].
|mltxt=[[ἐνυγροθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αλιεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνυγροθηρικός:''' рыболовный, рыбацкий (ζῳοθηρικῆς [[εἶδος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυγροθηρικός Medium diacritics: ἐνυγροθηρικός Low diacritics: ενυγροθηρικός Capitals: ΕΝΥΓΡΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enygrothērikós Transliteration B: enygrothērikos Transliteration C: enygrothirikos Beta Code: e)nugroqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for fishing, Id.Sph.220a, 221b.

German (Pape)

[Seite 860] ή, όν, zur Jagd im Nassen, Fischen gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυγροθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 220Α, 221Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se caza en el agua, εἶδος de los dist. tipos de caza, la relativa a animales acuáticos, Pl.Sph.220a, cf. 221b.

Greek Monolingual

ἐνυγροθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυγροθηρικός: рыболовный, рыбацкий (ζῳοθηρικῆς εἶδος Plat.).