αἰνόθρυπτος: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(2) |
(1) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰνόθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), ελεεινά αποχαυνωμένος, [[τρυφηλός]], [[οκνηρός]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰνόθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), ελεεινά αποχαυνωμένος, [[τρυφηλός]], [[οκνηρός]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰνόθρυπτος:''' крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
terriblement mou, efféminé.
Étymologie: αἰνός, θρύπτω.
Greek Monotonic
αἰνόθρυπτος: -ον (θρύπτω), ελεεινά αποχαυνωμένος, τρυφηλός, οκνηρός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόθρυπτος: крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος).