ἀλλοτριάζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοτριάζω]] (Α) [[ἀλλότριος]]<br />[[είμαι]] εχθρικά διατεθειμένος [[προς]] κάποιον.
|mltxt=[[ἀλλοτριάζω]] (Α) [[ἀλλότριος]]<br />[[είμαι]] εχθρικά διατεθειμένος [[προς]] κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλοτριάζω:''' быть враждебно настроенным Polyb.
}}
}}

Revision as of 15:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριάζω Medium diacritics: ἀλλοτριάζω Low diacritics: αλλοτριάζω Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: allotriázō Transliteration B: allotriazō Transliteration C: allotriazo Beta Code: a)llotria/zw

English (LSJ)

   A to be ill-disposed, Plb.15.22.1: c. gen., towards... τοῦ βασιλέως ib.25.34.

German (Pape)

[Seite 106] abgeneigt, feindlich gesinnt sein, Pol. 15, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριάζω: εἶμαι κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος· Λατ. alieno animo esse. Πολύβ. 15. 22, 1.

Spanish (DGE)

1 ser contrario καταπεπληγμένος πάντας τοὺς ἀλλοτριάζοντας Plb.15.22.1
c. gen. ἀ. τοῦ βασιλέως Plb.15.25.34.
2 c. ac. de cosa, dud. enajenarse, POxy.2267.8 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἀλλοτριάζω (Α) ἀλλότριος
είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριάζω: быть враждебно настроенным Polyb.