ἀμετάκλητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάκλητος]], -ον) [[μετακαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να ανακληθεί, [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει [[κανείς]], [[ακράτητος]], [[ακατάσχετος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάκλητος]], -ον) [[μετακαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να ανακληθεί, [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει [[κανείς]], [[ακράτητος]], [[ακατάσχετος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάκλητος:''' бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλητος Medium diacritics: ἀμετάκλητος Low diacritics: αμετάκλητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ametáklētos Transliteration B: ametaklētos Transliteration C: ametaklitos Beta Code: a)meta/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).

German (Pape)

[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.

Spanish (DGE)

-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) μετακαλῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάκλητος: бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).