ἀμφίμακρος: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]]. | |mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίμακρος:''' ὁ (sc. [[πούς]]) (= [[κρητικός]] ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A long at both ends: - ὁ ἀ. metrical foot amphimacer, (as Οἰδίπους), also called creticus, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, etc.
German (Pape)
[Seite 141] auf beiden Seiten lang, der Versfuß - ñ– bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίμακρος: -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς Οἰδίπους), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ον
subst. ὁ ἀ. métr. largo en ambos extremos e.d. el pie métrico anfímacro o crético (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81.
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μακρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίμακρος: ὁ (sc. πούς) (= κρητικός ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –).